- γλιστρώ
- (-άω) (Μ γλιστρῶ, -όω και ἐγλιστρῶ, -άω)1. παραπατώ2. πέφτω από γλίστρημα3. μτφ. ξεφεύγω μ' επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά»)νεοελλ.1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω2. είμαι ολισθηρός3. ξεφεύγω κατά τύχη4. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα («έτσι που γλίστρησε αυτή, ποιός να τή συμμαζέψει»)5. φρ. α) «φέξε μου και γλίστρησα» — ειρωνικά για εκείνους που πολύ αργά ζητούν και παίρνουν βοήθειαβ) «γλιστράει η γλώσσα του» — για άνθρωπο που εύκολα εκφράζεται συνήθως για κακόγ) «γλιστράει σαν χέλι» — για άνθρωπο πονηρό, που κατορθώνει να αποφεύγει τις ευθύνες τών πράξεων ή τών λόγων του6. παροιμ. «γλίστρησε ο αφέντης, βόηθα Θε μου, γλίστρησε ο δούλος, τύφλα του» — διαφορετικά αντιμετωπίζεται το ατύχημα ή το παράπτωμα τού ισχυρού και τού αδύνατου.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκλιστρώ, με ανομοιωτική τροπή τού -κ- σε -γ- (πρβλ. γλείφω-εκλείχω, γλύω -εκλύω) και σίγηση τού αρχικού άτονου φωνήεντος ε- (πρβλ. εξυπνώ -ξυπνώ). Το ρ. εκλιστρώ < λίστρον «ξυστήρας, γυαλιστήρι».ΠΑΡ. μσν. γλιστρίανεοελλ.γλίστρα, γλίστρημα, γλιστριά, γλιστρίδα.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αλαφρογλιστρώ, κρυφογλιστρώ, ξεγλιστρώ, φιδογλιστρώ].
Dictionary of Greek. 2013.